- ετεροδικία
- η(νομ.), το προνόμιο που έχουν ορισμένα ξένα άτομα να μη δικάζονται κατά τους νόμους της χώρας όπου διαμένουν, αλλά κατά τους νόμους της δικής τους χώρας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.